Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκεπάζομαι με πάγο

  • 1 обледенеть

    обледенеть παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο
    * * *
    παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο

    Русско-греческий словарь > обледенеть

  • 2 обледенеть

    обледене||ть
    сов σκεπάζομαι μέ πάγο, παγώνω:
    палуба \обледенетьла τό κατάστρωμα σκεπάστηκε μέ πάγο, τό κατάστρωμα ἐπάγωσε.

    Русско-новогреческий словарь > обледенеть

  • 3 заледеиерыйть

    заледеиерый||ть
    сов
    1. (покрыться льдом) παγώνω, σκεπάζομαι μέ πάγο·
    2. перен (закоченеть) παγώνω, ξυλιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > заледеиерыйть

  • 4 обледенеть

    [αμπλινπνιέτ"] ρ. σκεπάζομαι με πάγο

    Русско-греческий новый словарь > обледенеть

  • 5 обледенеть

    [αμπλινπνιέτ"] ρ σκεπάζομαι με πάγο

    Русско-эллинский словарь > обледенеть

  • 6 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 7 замёрзнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замерз
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замерший
    ρ.σ.
    1. παγώνω, ψύχομαι•

    вода -ла το νερό πάγωσε.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    окно -ло το παράθυρο σκεπάστηκε από πάγο.

    2. ξεπαγιάζω, μαργώυω.

    Большой русско-греческий словарь > замёрзнуть

  • 8 подёрнуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).
    (απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.
    ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•

    слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•

    реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•

    подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.

    καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > подёрнуть

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»