-
1 обледенеть
-
2 обледенеть
обледене||тьсов σκεπάζομαι μέ πάγο, παγώνω:палуба \обледенетьла τό κατάστρωμα σκεπάστηκε μέ πάγο, τό κατάστρωμα ἐπάγωσε. -
3 заледеиерыйть
заледеиерый||тьсов1. (покрыться льдом) παγώνω, σκεπάζομαι μέ πάγο·2. перен (закоченеть) παγώνω, ξυλιάζω. -
4 обледенеть
[αμπλινπνιέτ"] ρ. σκεπάζομαι με πάγο -
5 обледенеть
[αμπλινπνιέτ"] ρ σκεπάζομαι με πάγο -
6 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
7 замёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. замерз-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замершийρ.σ.1. παγώνω, ψύχομαι•вода -ла το νερό πάγωσε.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι•окно -ло το παράθυρο σκεπάστηκε από πάγο.
2. ξεπαγιάζω, μαργώυω. -
8 подёрнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).(απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•
реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•
подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω.